- άνισος
- -η, -ο (AM ἄνισος, -ον)1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο2. μτφ. άδικος, μεροληπτικόςνεοελλ.ακανόνιστος, ασύμμετροςμσν.ανόμοιος, διαφορετικόςαρχ.φρ.1. «άνισος πολιτεία» — η ολιγαρχία2. οἱ ἄνισοιοι ολιγαρχικοί3. τὸ ἄνισονη ανισότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ίσος.ΠΑΡ. ανισότητααρχ.ανισώ (II), ανίσως (II), ανίσωση (-ις) (II).ΣΥΝΘ. ανισεπίπεδος, ανισοβαρής, ανισογώνιοςαρχ.ανισήλικος, ανισοδιάστατος, ανισολαμπήςνεοελλ.ανίσανθα, ανισοβύθιστος, ανισογαμία, ανισομεγέθης, ανισομερής, ανισοπλία, ανισόψηφος].
Dictionary of Greek. 2013.